κυριεύομαι

κυριεύομαι
κυριεύομαι, κυριεύτηκα και κυριεύθηκα, κυριευμένος βλ. πίν. 20

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… …   Dictionary of Greek

  • νυστάζω — (ΑΜ νυστάζω) αισθάνομαι διάθεση να κοιμηθώ, κυριεύομαι από νύστα νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) νυσταγμένος, η, ο α) νυσταλέος β) νωθρός, δυσκίνητος νεοελλ. μσν. βαρύνομαι («η φροντίς δεν νυστάζει», Βιζυην.) αρχ. 1. μέ παίρνει ύπνος,… …   Dictionary of Greek

  • προαλίσκομαι — Α 1. συλλαμβάνομαι ή κυριεύομαι εκ τών προτέρων 2. μτφ. προκαταλαμβάνομαι 3. καταδικάζομαι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἁλίσκομαι «κυριεύομαι, καταδικάζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • προχειρούμαι — όομαι, Α καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χειροῦμαι «καταλαμβάνομαι, κυριεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • αλλοφρονώ — (Α ἀλλοφρονῶ, έω) [ἀλλόφρων] κυριεύομαι από μανία, γίνομαι εκτός εαυτού, παραφρονώ αρχ. 1. σκέπτομαι άλλα πράγματα, δεν δίνω προσοχή σε κάτι 2. είμαι αναίσθητος, λιπόθυμος 3. έχω διαφορετική γνώμη, έχω κάτι άλλο στον νου μου …   Dictionary of Greek

  • αναπτοώ — ἀναπτοῶ ( εω) και ποιητ. ἀναπτοιέω (Α) [πτοῶ] 1. κατατρομάζω κάποιον 2. παθ. κυριεύομαι από τρόμο ή ταραχή, τρομάζω, ταράζομαι …   Dictionary of Greek

  • απομαίνομαι — ἀπομαίνομαι (Α) κυριεύομαι από μανία, τρελαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • βουρλίζω — και βρουλίζω Ι. 1. περνώ στο βούρλο, αρμαθιάζω 2. κάνω κάποιον να τρέμει σαν βούρλο, ερεθίζω, τρελαίνω II. βουρλίζομαι 1. τρελαίνομαι ή συμπεριφέρομαι σαν τρελός 2. εξαγριώνομαι 3. κυριεύομαι από κάποιον ακράτητη επιθυμία III. (η μτχ. παθ. παρακμ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”